- μεσημέρι
- Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 930 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται 4 χλμ. Δ της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.338 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Χαλκιδικής, 33 χλμ. Ν της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επανωμής.
* * *το (ΑM μεσημέριον, Α δωρ. τ. μεσαμέριον, Μ μεσημέριν και μεσομέριν και μισομέρι)(το ουδ. ως επίρρ.) κατά το μέσο τής ημέρας (α. «πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις», Θεόκρ.β. «το μεσημέρι θα ετοιμάσω τις βαλίτσες μου»)νεοελλ.1. συνεκδ. η προχωρημένη ή περασμένη ώρα τής ημέρας («πήγε μεσημέρι κι ακόμη να ξυπνήσει»2. φρ. «μάς πήρε το μεσημέρι» — αργήσαμε, καθυστερήσαμε3. παροιμ. «μεσημέρι τά μπάζω, μεσημέρι τά βγάζω, τί έχουν τα έρμα και ψοφούν;» — λέγεται για τους νωθρούς ανθρώπους οι οποίοι, ενώ δυστυχούν από δική τους υπαιτιότητα, δεν συνειδητοποιούν την κατάστασή τουςνεοελλ.-μσν.1. το μέσο τής ημέρας, η ώρα που μεσουρανεί ο Ήλιος, η δωδέκατη ώρα τής ημέρας («πέρασε το μεσημέρι κι ακόμη δεν φάγαμε»)2. φρ. «κάνω κάτι μέρα μεσημέρι» — κάνω κάτι κατά τη διάρκεια τής ημέρας και έτσι γίνεται ολοφάνερη η ενέργειά μου («τή λήστεψε μέρα μεσημέρι»)μσν.ο νότιος άνεμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεσημέρι είναι μεταγενέστερος (Θεόκριτος), σύνθετο εκ συναρπαγής από τη φρ. μέση ἀμέρα].
Dictionary of Greek. 2013.